φαιδρυντικός

φαιδρυντικός
φαιδρυν-τικός, ή, όν,
A of or for cleaning, Poll.7.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαιδρυντικός — ή, ό / φαιδρυντικός, ή, όν, ΝΑ [φαιδρυντής] αυτός που προκαλεί φαιδρότητα …   Dictionary of Greek

  • φαιδρυντικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα. 2. ο ικανός να προξενεί φαιδρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαιδρυντικόν — φαιδρυντικός of masc acc sg φαιδρυντικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρυντικοί — φαιδρυντικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”